ἀσταφίς

ἀσταφίς
ἀστᾰφίς, ίδος, , sg. as collect. noun,
A dried grapes, raisins, IG5(1).1.13 (Tegea, v B.C.), Hdt.2.40, Alex.127.4, etc.: pl., ἡ Ῥόδος ἀσταφίδας [παρέχει] Hermipp.63.16, cf. X.An.4.4.9, Arist.HA595b10; ἀσταφίδος οἶνος raisin-wine, Pl.Lg.845b: [full] ὀστᾰφίς, v.l. ap.Phot. as in Cratin.121 (pl.), Nicopho 21; [full] στᾰφίς, Hp.Acut.64, Theoc.27.9, etc.
II = σταφὶς ἀγρία, Ps.-Dsc.4.152, Gal.11.842, Plin.HN23.17. (ἀσταφίς is prob. by assimilation from ὀσταφίς; cf. ἀστακός.)

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ασταφίς — ἀσταφίς και ὀσταφίς και σταφίς, η (Α) 1. η σταφίδα 2. το κρασί που παρασκευάζεται από σταφίδα, ο σταφιδίτης. [ΕΤΥΜΟΛ. Τεχνικός όρος αβέβαιης ετυμολ. Παράλληλοι τ. οσταφίς (σπάνιος) και σταφίς (Ιπποκρ., θεόκρ.) από τους οποίους ο τ. ασταφίς (Ιων.… …   Dictionary of Greek

  • ἀσταφίς — dried grapes fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσταφίδα — ἀσταφίς dried grapes fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσταφίδας — ἀσταφίς dried grapes fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσταφίδες — ἀσταφίς dried grapes fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσταφίδι — ἀσταφίς dried grapes fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσταφίδος — ἀσταφίς dried grapes fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσταφίδων — ἀσταφίς dried grapes fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσταφίσι — ἀσταφίς dried grapes fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσταφίσιν — ἀσταφίς dried grapes fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σταφίδα — Ο αποξηραμένος μαύρος καρπός της σταφιδαμπέλου, αλλά και η ίδια η σταφιδάμπελος, όπως επίσης και το κτήμα που φέρει φυτεία σταφιδαμπέλου. Ασταφίς και σταφίς ήταν όροι με τους οποίους οι αρχαίοι Έλληνες χαρακτήριζαν κάθε αποξηραμένη σταφυλή. Η… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”